καινοφωνία

Revision as of 20:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

ἡ,

   A vocum novitas, Gloss., cf. Phlp. in APo. 11.7.

Greek Monolingual

η (AM καινοφωνία)
η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνία (< -φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι-φωνία, συμ-φωνία].

Chinese

原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:空的-聲音

字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字

出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)

譯字彙編

1) 虛談(1) 提後2:16;

2) 虛妄談論(1) 提前6:20