καινοφωνία
English (LSJ)
ἡ,
A vocum novitas, Gloss., cf. Phlp. in APo. 11.7.
Greek Monolingual
η (AM καινοφωνία)
η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνία (< -φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι-φωνία, συμ-φωνία].
Chinese
原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿詞類次數:名詞(2)
原文字根:空的-聲音
字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 虛談(1) 提後2:16;
2) 虛妄談論(1) 提前6:20