μασθός
English (LSJ)
ὁ,
A v. μαστός.
Greek (Liddell-Scott)
μασθός: ὁ, ἴδε ἐν λ. μαστός.
French (Bailly abrégé)
c. μαστός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μασθός: μεταγεν. τύπος τοῦ μαστός.
Russian (Dvoretsky)
μασθός: ὁ Aesch., Xen., Plut. = μαστός.
Frisk Etymological English
Meaning: breast
See also: s. μαστός.
Middle Liddell
late form of μαστός.]
Frisk Etymology German
μασθός: {masthós}
Meaning: Brust
See also: s. μαστός.
Page 2,180
Chinese
原文音譯:mastÒj 馬士拖士詞類次數:名詞(3)
原文字根:胸
字義溯源:乳,胸,乳養;源自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作);而 (μασάομαι / μασσάομαι)出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)
出現次數:總共(3);路(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 乳(2) 路11:27; 路23:29;
2) 胸(1) 啓1:13