ἀτάκτως

Revision as of 13:30, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: ἄτακτος.

English (Strong)

adverb from ἄτακτος, irregularly (morally): disorderly.

English (Thayer)

adverb, disorderly: ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.)

Russian (Dvoretsky)

ἀτάκτως:
1) в беспорядке, беспорядочной толпой (προσπίπτειν τινί Thuc.);
2) беспорядочно, беспутно (ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.).

Chinese

原文音譯:¢t£ktwj 阿-他克拖士
詞類次數:副詞(2)
原文字根:不-規定 似的
字義溯源:不按規矩地,閒散地,不負責地;源自(ἄτακτος)=無規律的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(2);帖後(2)
譯字彙編
1) 不按規矩(2) 帖後3:6; 帖後3:11