προσρήσσω

Revision as of 14:20, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

   A = προσρήγνυμι, M.Ant.4.49 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 779] att. -ττω, = προσρήγνυμι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσρήσσω: προσρήγνυμι. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α
παθ. προσρήσσομαι
προσκρούω με ορμή πάνω σε κάτι («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥήσσω, σπανιότερος τ. του ῥήγνυμι.

Chinese

原文音譯:prosr»gnumi 普羅士-雷格匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-裂開
字義溯源:衝向前,突破,毀壞,沖,一沖;由(πρός)=向著)與(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 一沖(1) 路6:49;
2) 沖著(1) 路6:48