φιλαργυρία

Revision as of 14:40, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

ἡ,

   A love of money, avarice, Hp.Ep.16, Democr. 222, Isoc.8.96, Din.1.22, Diph.94, Plb.9.25.4, al., 1 Ep.Ti.6.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, Geldliebe, Habsucht; Isocr. 8, 96; Din. 1, 22; Pol. 9, 25, 4; Sp., wie Nicarch. 18 (XI, 169); Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαργυρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἀργυρίου, ἀπληστία, Ἰσοκρ. 178D, Δείναρχ. 93. 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de l’argent, avarice.
Étymologie: φιλάργυρος.

English (Strong)

from φιλάργυρος; avarice: love of money.

English (Thayer)

φιλαργυριας, ἡ (φιλάργυρος), love of money, avarice: Isocrates, Polybius, Cebes (399 B.C.>) tab. c. 23; Diodorus 5,26; (Diogenes Laërtius 6,50; Stobaeus, flor. 10,38; Philo de mat. nom. § 40); Plutarch, Lucian, Herodian, 6,9, 17 (8); Trench, Synonyms, § xxiv.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλάργυρος
υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.
γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», ΚΔ).

Greek Monotonic

φῐλαργῠρία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, απληστία, σε Ισοκρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαργῠρία: ἡ сребролюбие Isocr., Polyb., Plut. etc.

Middle Liddell

φῐλαργῠρία, ἡ,
love of money, covetousness, Isocr., etc.

Chinese

原文音譯:filargur⋯a 非而-阿而句里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喜愛-銀
字義溯源:貪財,貪婪;源自(φιλάργυρος)=愛銀子),由(φίλος)*=親愛)與(ἄργυρος)=銀)組成,而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)。比較: (πλεονεξία)=貪財
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 貪財(1) 提前6:10