(AM ἐξωνοῦμαι, -έομαι)εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματααρχ.-μσν.1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].