сговорчивый
Russian > Greek
εὐδιάλυτος, παραρρητός, εὐδιάλλακτος, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, εὐχερής, ταχυπειθής, εὐμετάπειστος, τιθασός, εὐσυνάλλακτος
εὐδιάλυτος, παραρρητός, εὐδιάλλακτος, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, εὐχερής, ταχυπειθής, εὐμετάπειστος, τιθασός, εὐσυνάλλακτος