мужественно
Russian > Greek
ἀλύπως, γενναίως, εὐγενῶς, ἐρρωμένως, ἀνδρωδῶς, γεννικῶς, εὐκαρδίως, ἐπάνδρως, τλημόνως, ἀνδρείως, ἀνδρικῶς, εὐψύχως, καρτερούντως, παραστατικῶς, ταλαύρινον
ἀλύπως, γενναίως, εὐγενῶς, ἐρρωμένως, ἀνδρωδῶς, γεννικῶς, εὐκαρδίως, ἐπάνδρως, τλημόνως, ἀνδρείως, ἀνδρικῶς, εὐψύχως, καρτερούντως, παραστατικῶς, ταλαύρινον