объявлять через глашатая
Russian > Greek
ἀνακηρύσσω, ἀνακηρύττω, ἐκκηρύσσω, ἐκκηρύττω, διακηρύσσω, διακηρύττω, προκηρυκεύομαι, ὑποκηρύσσομαι, ὑποκηρύττομαι
ἀνακηρύσσω, ἀνακηρύττω, ἐκκηρύσσω, ἐκκηρύττω, διακηρύσσω, διακηρύττω, προκηρυκεύομαι, ὑποκηρύσσομαι, ὑποκηρύττομαι