сидеть рядом
Russian > Greek
προσιζάνω, παρίζω, παρακαθέζομαι, παρέζομαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, συγκαθίζω, παρεδρεύω, προσεδρεύω, παρακάθημαι
προσιζάνω, παρίζω, παρακαθέζομαι, παρέζομαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, συγκαθίζω, παρεδρεύω, προσεδρεύω, παρακάθημαι