προσεδρεύω

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεδρεύω Medium diacritics: προσεδρεύω Low diacritics: προσεδρεύω Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: prosedreúō Transliteration B: prosedreuō Transliteration C: prosedreyo Beta Code: prosedreu/w

English (LSJ)

A sit near, wait or watch beside, πυρᾷ E.Or.403; π. τινί to be always at his side, keep watch on him, D.34.26; τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς, Id.1.18, Plb.38.13.9; [τοῖς ἐφήβοις] προσκαρτερῶν ἐπιμελῶς καὶ -εύων, of a κοσμητής, IG22.1028.84; π. τῷ θεῷ wait upon God, J.AJ3.4.1; attend to, τοῖς τῆς Ἀσίας πράγμασιν AJA18.327 (Sardis, i B.C.), cf. CIG2715.18 (Stratonicea); τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ J.Ap.1.7; τοῖς ὑπομνήμασι Plb.12.26d.5, cf. Phld.Rh.2.61 S., al.: abs., Arist.HA568b15, Plb.11.4.2; watch the rise of the Nile, Sammelb. 6597 (iii A.D.), al.; persist in, ταῖς φιλοπονίαις Arist.Pol.1338b25; τῷ πόθῳ Alex.234; apply oneself, λίαν Arist.Pol.1337b16; πρὸς ἴδιον to one's own affairs, ib. 1263a29; εἰς τὰ μαθήματα PSI1.94.8 (ii A.D.).
2 besiege, ταῖς Συρακούσαις Plb.8.7.11.
3 wait, προσέδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε BGU892.5 (ii A.D.); esp. attend at a court of law, παρεῖναι καὶ π. τῷ βήματι PAmh.2.81.9 (iii A.D.); attend regularly, serve, as clerk of the court, ib.82.3 (iii/iv A.D.), POxy.59.10 (iii A.D.).
4 to be in service, serve, πρὸς τῷ διδασκαλείῳ (as a menial), D.18.258; of an apprentice, π. τῷ διδασκάλῳ POxy.725.10 (ii A.D.); of a servant, παραμένειν.. καὶ π. PStrassb.40.31 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 757] dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προσεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

se tenir près de, πρός τινι ; être assidûment occupé de, τινι.
Étymologie: πρόσεδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεδρεύω [πρός, ἕδρα] zitten naast; met dat..; προσεδρεύων πυρᾷ naast haar brandstapel zittend Eur. Or. 403; met prep. bep.. πρὸς τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων zich bij de school ophoudend (als hulpje) Dem. 18.258. druk bezig zijn met, zich toeleggen op; met dat..; προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι hij zal zich concentreren op zijn onderneming Dem. 1.18; met prep. bep.. πρὸς ἴδιον ἑκάστου π. druk bezig zijn met ieders eigen zaak Aristot. Pol. 1263a29.

Russian (Dvoretsky)

προσεδρεύω:
1 сидеть рядом (τινί Eur., NT): προσεδρεύων πυρᾷ Eur. сидя у костра;
2 осаждать, вести осаду (τῇ πόλει Polyb.);
3 внимательно высматривать, подстерегать (τοῖς καιροῖς Polyb.);
4 деятельно заниматься, ревностно отдаваться (τοῖς πράγμασι Dem.): π. πρὸς τὸ ἴδιον Arst. быть поглощенным личными делами;
5 прокрадываться, втираться в доверие (οἱ κόλακες προσεδρεύσαντες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρεύω: ἑδρεύω, κάθημαι, διαμένω πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι πάντοτε πλησίον τινός, «εἰς τὸ πλευρόν του», Δημ. 914. 18. 2) κάθημαι ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., κάθημαι πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, ἐπιμένω εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς ἴδιον προσεδρεύειν αὐτόθι 2. 5, 6.

English (Strong)

from a compound of πρός and the base of ἑδραῖος; to sit near, i.e. attend as a servant: wait at.

English (Thayer)

(πρόσεδρος sitting near (cf. πρός, IV:3));
1. properly, to sit near (Euripides, others)).
2. to attend assiduously: τῷ θυσιαστηρίῳ (see παρεδρεύω), Protevangelium Jacobi, 23,1 (where we also find the variant παρεδρεύω); τῇ θεραπεία τοῦ Θεοῦ, Josephus, contra Apion 1,7, 1; ταῖς φιλοπονιαις, Aristotle, pol. 8,4, 4, p. 1338b, 25; τοῖς πραγμασι, Demosthenes, pp. 14,15 (i. e. Olynth. 1,18); with the dative of person to be in attendance upon, not to quit one's side, Josephus, contra Apion 1,9, 1; (cf. Demosthenes, 914,28).

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ' οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.)
2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τον προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ προσεδρεύειν», Ιώσ.)
3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τον φροντίζω
4. μένω σταθερός σε ιδέες και απόψεις, εμμένω («αὐτοὺς τοὺς Λάκωνας ἴσμεν, ἕως μὲν αὐτοὶ προσήδρευον ταῖς φιλοπονίαις, ὑπερέχοντας τῶν ἄλλων», Αριστοτ.)
5. παρατηρώ με υπομονή και προσοχή
6. επιδίδομαι σε κάτι με ζήλο και θέρμη, είμαι επιμελής, φίλεργος («προσεδρεύειν εἰς τὰ μαθήματα», πάπ.)
7. γίνομαι πιεστικός, επίμονος
8. (σχετικά με πόλη) στέκομαι κοντά και αποκλείω, πολιορκώ («προσεδρεύουσι ταῖς Συρακούσαις», Πολ.)
9. αναμένω, περιμένω («προσήδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε», πάπ.)
10. φοιτώ, συχνάζω κανονικά σε δικαστήριο
11. παρευρίσκομαι σε δικαστήριο («παρεῖναι καὶ προσεδρεύειν τῷ βήματι», πάπ.)
12. υπηρετώ ως γραφέας σε δικαστήριο
13. (για βοηθό ή υπηρέτη) είμαι σε υπηρεσία, υπηρετώ («τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων», Δημοσθ.)
14. (για μαθητευόμενο) ακολουθώ, συχνάζω («προσεδρεύειν τῷ διδασκάλῳ», πάπ.)
15. είμαι ενοχλημένος
16. μτφ. στέκω κοντά και παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω («προσεδρεύσων τοῖς καιροῖς» — για να παραφυλάξει τις ευκαιρίες, Πολ.)
17. (σχετικά με τα ύδατα του Νείλου) παρακολουθώ την ανύψωση της στάθμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρεύω (< -εδρος < ἕδρα), πρβλ. προεδρεύω].

Greek Monotonic

προσεδρεύω: (πρόσεδρος), μέλ. -σω,
1. κάθομαι πλησίον, είμαι πάντα δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Ευρ., Δημ.· προσεδρεύω τῷδιδασκαλείῳ, βρίσκομαι σε κανονική παρακολούθηση στο σχολείο, στον ίδ.
2. μεταφ., κάθομαι δίπλα και παρατηρώ, τοῖς πράγμασι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω πρόσεδρος
1. to sit near, be always at his side, c. dat., Eur., Dem.; πρ. τῷ διδασκαλείῳ to be in regular attendance at the school, Dem.
2. metaph. to sit by and watch, τοῖς πράγμασι Dem.

Chinese

原文音譯:prosedreÚw 普羅士-誒得留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-安頓妥
字義溯源:坐近,侍候,伺候,候,服事,照顧;由(πρός)=向著)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。(註:和合本以 (παρεδρεύω)取替 (παρεδρεύω / προσεδρεύω))
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 候(1) 林前9:13

Mantoulidis Etymological

(=παραφυλάγω). Παρασύνθετο ἀπό τό πρόσεδρος → πρός + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.