παρέζομαι

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέζομαι Medium diacritics: παρέζομαι Low diacritics: παρέζομαι Capitals: ΠΑΡΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parézomai Transliteration B: parezomai Transliteration C: parezomai Beta Code: pare/zomai

English (LSJ)

sit beside, Thgn.563; in Hom. we find only forms that prob. belong to an aor. παρεζόμην, viz. παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων Il.1.407; παρέζετο καὶ λάβε γούνων ib.557; μή τι… παρεζόμενος μινύριζε 5.889, cf. Od.4.738, 20.334.

German (Pape)

[Seite 511] (s. ἕζομαι), neben od. bei Einem sitzen, sich neben od. bei Einem setzen, τινί, wie σοί γε παρέζετο, Il. 1, 557. 5, 889 Od. 4, 738 u. öfter, H. h. Apoll. 345.

French (Bailly abrégé)

seul. aux formes suiv. : prés. impér. 2ᵉ sg. παρέζεο, part. παρεζόμενος, impf. 3ᵉ sg. παρέζετο;
être assis ou s'asseoir près.
Étymologie: παρά, ἕζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-έζομαι naast... gaan zitten, met dat.:; σοί... παρέζετο καὶ λάβε γούνων ze ging naast je zitten en greep je knieën Il. 1.557; ook ellipt.:. παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων ga naast hem zitten en grijp zijn knieën Il. 1.407.

Russian (Dvoretsky)

παρέζομαι: садиться или сидеть рядом (τινι Hom.).

English (Autenrieth)

imp. παρέζεο, part. -όμενος, ipf. παρέζετο: sit by, take a seat near or by, τινί.

Greek Monolingual

Α
κάθομαι κοντά ή δίπλα σε κάποιον (α. «παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων» — κάθισε κοντά, πρόσπεσε και άγγιξε τα γόνατά της, Ομ. Οδ. β. «παρέζεσθαι δὲ παρ' ἐσθλὸν ἄνδρα χρεών» — πρέπει να κάθεσαι κοντά, δηλαδή να συναναστρέφεσαι, αξιόλογο άνθρωπο, Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἕζομαι «κάθομαι» (πρβλ. καθέζομαι)].

Greek Monotonic

παρέζομαι: αποθ., κάθομαι δίπλα, σε Θέογν.· πρβλ. παρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

παρέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πλησίον, Θέογν. 563. Παρ’ Ὁμ. εὑρίσκομεν μόνον τύπους, οἵτινες πιθανῶς ἀνήκουσιν εἰς ἀόρ. παρεζόμην, π. χ. παρέζου καὶ λαβὲ γούνων Ἰλ. Α. 407· παρέζετο καὶ λάβε γούνων αὐτόθι 557· μήτε.. παρεζόμενος μινύριζε Ε. 889, πρβλ Ὀδ. Δ. 738, Υ. 334. - Πρβλ. καθέζομαι, παρίζω, πάρημαι.

Middle Liddell

Dep. to sit beside, Theogn.; cf. παρίζω.