коварство
Russian > Greek
σκευωρία, κακομηχανία, πανούργημα, κακεντρέχεια, δολοφροσύνη, πανουργον, μεθοδεία, κακοπραγμοσύνη, δόλος, κακότης, πανουργία, δόλωσις
σκευωρία, κακομηχανία, πανούργημα, κακεντρέχεια, δολοφροσύνη, πανουργον, μεθοδεία, κακοπραγμοσύνη, δόλος, κακότης, πανουργία, δόλωσις