δόλωσις
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A tricking, X.Cyr.1.6.28 (pl.).
2 alloying, Gal.14.48.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 trampa, engaño, ardid ἀπάται καὶ δολώσεις καὶ πλεονεξίαι en rel. c. la caza, X.Cyr.1.6.28, Ἀρσάκης δολώσεις ἐπὶ τῷ Ἰουστινιάνῳ καὶ τῇ πολιτείᾳ ἐπινοεῖν ἤρξατο Procop.Goth.3.32.4, cf. 4.11.53, Arc.20.4.
2 alteración, hecho de convertir en nocivo un fármaco τὸ (ἀγγεῖον) χρυσοῦν οὐδεμίαν ἔχει τὴν δόλωσιν Gal.14.48, cf. 67.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, das Betrügen (s. δολόω), Xen. Cyr. 1, 6, 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tromper.
Étymologie: δολόω.
Russian (Dvoretsky)
δόλωσις: εως ἡ хитрость, коварство (ἀπάται καὶ δολώσεις καὶ πλεονεξίαι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δόλωσις: -εως, ἡ, (δολόω) τὸ ἐξαπατᾶν, ἡ ἐξαπάτησις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28.
Greek Monolingual
δόλωσις, η (Α)
1. εξαπάτηση
2. ανάμιξη, νόθευση.
Greek Monotonic
δόλωσις: -ιδος, ἡ (δολόω), εξαπάτηση, σε Ξεν.
Middle Liddell
δόλωσις, εως n δολόω
a tricking, Xen.
Translations
deception
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם, מִרְמָה; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی: چاوبەست, فڕوفێڵ; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối