μεθοδεία

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθοδεία Medium diacritics: μεθοδεία Low diacritics: μεθοδεία Capitals: ΜΕΘΟΔΕΙΑ
Transliteration A: methodeía Transliteration B: methodeia Transliteration C: methodeia Beta Code: meqodei/a

English (LSJ)

or μεθοδία, ἡ,
A craft, wiliness, Ep.Eph.4.14: pl., μ. τοῦ διαβόλου ib.6.11.
II method of collecting taxes or debts (in form μεθοδία), POxy.1134.9 (v A. D.), 136.18 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 113] ἡ, List, Arglist, N.T. u. Sp., Hesych. erkl. τέχνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
poursuite par des voies détournées ; fraude, artifice.
Étymologie: μεθοδεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεθοδεία: ἡ коварство, хитрость, pl. козни (τοῦ διαβόλου NT).

Greek (Liddell-Scott)

μεθοδεία: ἡ, ἐπάγγελμα, τέχνη, ἐργασία, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 122 ἐν τῷ Προοιμ. 2) τροπικῶς, τέχνασμα, πανουργία, δόλος, Ἐπ. π. Ἐφ. δ΄, 14., ϛ΄, 11· πρβλ. μεθοδεύω.

English (Strong)

from a compound of μετά and ὁδεύω (compare "method"); travelling over, i.e. travesty (trickery): wile, lie in wait.

English (Thayer)

(T WH μεθοδια, see Iota), μεθοδείας, ἡ (from μεθοδεύω, i. e.
1. to follow up or investigate by method and settled plan;
2. to follow craftily, frame devices, deceive: Diodorus 7,16; Aq.; (middle) Chariton 7,6, p. 166,21edition Reiske (1783); Polybius 38,4, 10)), a noun occuring neither in the O. T. nor in secular authors, cunning arts, deceit, craft, trickery: ἡ μεθοδεία τῆς πλάνης, whichπλάνη uses, τοῦ διαβόλου, plural, A. V. wiles. Cf. Lightfoot, Polycarp, ad Philippians 7 [ET], p. 918.)

Greek Monolingual

και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) μεθοδεύω
1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη
2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ)
μσν.
επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση
αρχ.
μέθοδος, τρόπος είσπραξης φόρων.

Greek Monotonic

μεθοδεία: ἡ, πανουργία, δόλος, απάτη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μεθοδεία, ἡ,
craft, wiliness, NTest. [from μεθοδεύω

Chinese

原文音譯:meqode⋯a 姆特-哦得哦
詞類次數:名詞(2)
原文字根:同著-道路 相當於: (רָגַל‎)
字義溯源:旁道,詭計,欺騙,方法,圖謀,策略,異端;由(μετά)*=同)與(ὁδεύω)=行路)組成;而 (ὁδεύω)出自(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編
1) 詭計(1) 弗6:11;
2) 旁道(1) 弗4:14

Translations

deception

Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع‎, خَدْع‎; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם‎, מִרְמָה‎; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی‎: چاوبەست‎, فڕوفێڵ‎; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب‎; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا‎, فریب‎; Uyghur: ئالداش‎; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối