различать
Russian > Greek
διορίζω, χωρίζω, διαιρέω, κρίνω, διαισθάνομαι, διαλέγω, διασκοπιάομαι, ἀποκρίνω, ἐπισημειόομαι, διαλογίζομαι, διακρίνω, ἀντιδιαιρέω, διαχωρίζω, διαστέλλω, διαλαμβάνω
διορίζω, χωρίζω, διαιρέω, κρίνω, διαισθάνομαι, διαλέγω, διασκοπιάομαι, ἀποκρίνω, ἐπισημειόομαι, διαλογίζομαι, διακρίνω, ἀντιδιαιρέω, διαχωρίζω, διαστέλλω, διαλαμβάνω