умеренный
Russian > Greek
μέσος, σύμμετρος, σωφρονικός, ὀλιγαρκής, ἔμμετρος, εὔκρατος, ἐγκρατής, κόσμιος, εὐκέραστος, εὐκράς, μέτριος, ἐμμελής, ἠρεμαῖος, εὐκραής, καταστηματικός
μέσος, σύμμετρος, σωφρονικός, ὀλιγαρκής, ἔμμετρος, εὔκρατος, ἐγκρατής, κόσμιος, εὐκέραστος, εὐκράς, μέτριος, ἐμμελής, ἠρεμαῖος, εὐκραής, καταστηματικός