закалывать
Russian > Greek
σφάζω ;; σφάττω ;; σφαγιάζω ;; ἐγκατασφάζω ;; ἐγκατασφάττω ;; ἐπικατασφάζω ;; ἐπικατασφάττω ;; ἐπισφάζω ;; ἐπισφάττω ;; προσσφάζω ;; προσσφάττω ;; ἀποσφάζω ;; κατασφάζω ;; κατασφάττω ;; ἀποδειροτομέω ;; περονάω ;; συγκεντέω ;; θύω ;; τέμνω ;; κατάρχω