постыдный
Russian > Greek
αἰσχρός ;; ἀσχήμων ;; ἀπάλαμνος ;; ἀναίσχυντος ;; ὀνείδειος ;; ἐπίρρητος ;; αἰσχυντικός ;; ἐπονείδιστος ;; ἄρρητος
αἰσχρός ;; ἀσχήμων ;; ἀπάλαμνος ;; ἀναίσχυντος ;; ὀνείδειος ;; ἐπίρρητος ;; αἰσχυντικός ;; ἐπονείδιστος ;; ἄρρητος