φιλομάθεια

Revision as of 16:54, 9 December 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ,

   A love of learning or love of knowledge, curiosity, Pl. R.499e, Ti.90b, Arist.EN1117b29; φιλομαθείας χάριν Str.14.1.16: in codd. of Pl.Ti. l.c. and later writers (as Phld.Mort.33, Asp. in EN88.9) freq. φιλομαθία. φιλομαθέω, to be fond of learning, be eager after knowledge, Pl.Lg.810a, Plb.1.13.9, Phld.Mort.38, Corn.ND14; φ. περί τινος Plb.3.59.4.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, Lernbegier, Wißbegier, Plat. Tim. 90 b Rep. VI, 499 e.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομάθεια: ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν, Πλάτ. Πολ. 499Ε, Τίμ. 90Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φιλομαθία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désir d’apprendre.
Étymologie: φιλομαθής.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιλομαθία Α φιλομαθής
αγάπη και προσπάθεια για μάθηση, για πρόσκτηση γνώσεων.

Greek Monotonic

φῐλομάθεια: ἡ, αγάπη για μάθηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλομάθεια: ἡ любовь к знанию, любознательность Plat., Arst.

Middle Liddell

φῐλομάθεια, ἡ, [from φῐλομᾰθής]
love of learning, Plat.