ἐπικαμπύλος

Revision as of 11:55, 23 March 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A crooked, curved, ἐπικαμπύλος ὤμους = crooked in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.

Greek Monotonic

ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπύλος: (ῠ) согнутый, искривленный (κᾶλα Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): γέρων ἐ. ὤμους HH согбенный старик.

Middle Liddell

ἐπι-καμπύ˘λος, ον
crooked, curved, Hhymn.