πυξινόπους

Revision as of 13:59, 28 March 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "box-wood" to "boxwood")

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A with feet of boxwood, κλίνη Roussel Cultes Egyptiens 221 (Delos, ii B.C.).

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για έπιπλο) αυτός που έχει πόδια από ξύλο πύξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξινος + πούς, ποδός].