ferment
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
substantive
Met., confusion: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
be in a ferment, v.: P. and V. ἐκπλήσσεσθαι, ταράσσεσθαι, συνταράσσεσθαι, P. αἰωρεῖσθαι; see excitement.
in a ferment, adj.: P. μετέωρος, ὀρθός.