flattering
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός.
flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Fragment).
P. κολακικός, κολακευτικός, θωπευτικός, Ar. θωπικός.
flattering words: P. and V. θῶπες λόγοι (Eur., Fragment).