ὀρυζίτης

Revision as of 13:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ] πλακοῦς, ὁ,

   A rice-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d.

German (Pape)

[Seite 388] πλακοῦς, ὁ, Reiskuchen, Ath. XIV, 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρυζίτης: πλακοῦς, ὁ, πλακοῦς ἐξ ὀρύζης, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 647D.

Greek Monolingual

ὀρυζίτης, ὁ (Α)
φρ. «ὀρυζίτης πλακοῡς» — πίτα από ρύζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + επίθημα -ίτης (πρβλ. οροβ-ίτης)].