γαργαρισμός

Revision as of 14:27, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A gargling, Alex.Trall.5.4.

German (Pape)

[Seite 475] ὁ, das Gurgeln, Plin. 28, 12, 51.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαρισμός: ὁ, γαργάρα, Πλίν. 28. 12, 51.

Spanish (DGE)

v. γαργαλισμός.

Greek Monolingual

ο (Α γαργαρισμός) γαργαρίζω
το να κάνει κανείς γαργάρα
νεοελλ.
το υγρό που χρησιμοποιείται για γαργάρα.