γλοιώδης

Revision as of 14:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A glutinous, Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311 (γλιν- codd. Ath.); τὸ γ. Thphr.HP5.4.1. Adv. γλοιο-δῶς Sor.2.13, Gal.19.91.    2 full of oily sediment, ὕδωρ M.Ant.8.24.

Greek (Liddell-Scott)

γλοιώδης: -ες, (εἶδος) κολλώδης, ἰξώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 294.

Spanish (DGE)

-ες
I 1viscoso ὑποχωρήσιες Hp.Epid.7.2
en usos pred. ref. a líquidos y mezclas, Gal.12.676, 585, 588
lleno de residuos aceitosos ὕδωρ M.Ant.8.24.
2 subst. τὸ γ. humor viscoso Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311, Thphr.HP 5.4.1.
II adv. -ῶς
1 viscosamente μετὰ τοῦ ἐλαίου γ. ἀνακοπέντος Sor.102.15.
2 sinón. de νυστακτικῶς con soñolencia Gal.19.91, Hsch.

Greek Monolingual

-ες (AM γλοιώδης, -ες) γλοιός
κολλώδης
νεοελλ.
αναξιοπρεπής, κόλακας
αρχ.
(για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι.

Russian (Dvoretsky)

γλοιώδης: клейкий, вязкий, липкий Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλοιώδης -ες γλοιός kleverig, plakkerig.