διασύστασις

Revision as of 14:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A commending, τοῦ ζητουμένου Ph.2.454; introduction, Id.1.26.    II designation of a successor, δ. ἱερητειῶν SIG1014.13 (pl., Erythrae, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 604] ἡ, Bestätigung, Phile; Empfehlung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

διασύστασις: -εως, ἡ ἐπιβεβαίωσις, ἐπικύρωσις, Φίλων 2. 454. 2) σύστασις, Κλήμης Ἀλ. 624.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cesión, transfereciade un sacerdocio a un familiar IEryth.201c.12, 34, 57 (III a.C.).
2 confirmación, demostración τοῦ ζητουμένου Ph.2.454, δ. ἑβδομάδος ὡς θαυμαστὴν ἐχούσης ἐν τῇ φύσει τάξιν la confirmación de que el número siete tiene un rango maravilloso en la naturaleza Ph.1.26, del buen cristiano, Clem.Al.Strom.4.131.4.

Greek Monolingual

διασύστασις, η (Α)
1. επιβεβαίωση, επικύρωση
2. εισήγηση
3. ορισμός ή εγκατάσταση διαδόχου.