δολοπλανής

Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A treacherous, Nonn.D.8.126.

German (Pape)

[Seite 655] ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλᾰνής: -ές, δόλιος, πανοῦργος, ἄπιστος, διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.

Spanish (DGE)

(δολοπλᾰνής) -ές traicionero θεά de Apate, Nonn.D.8.126.

Greek Monolingual

δολοπλανής, -ές (Α)
αυτός που πλανά τους άλλους χρησιμοποιώντας δόλο.