διαδικαιόω

Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A justify an action, Th.4.106; defend as matter of right, ὑπέρ τινος, D.C.39.60; defend a person's right, τὰ τοῦ Καίσαρος Id.40.62.

German (Pape)

[Seite 576] etwas als Recht vertheidigen, τί, Thuc. 4, 160 u. Sp.; τά τινος, ὑπέρ τινος, D. Cass. 40, 62. 39, 60, durchfechten, vertheidigen.

Greek (Liddell-Scott)

διαδῐκαιόω: θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· ὑπερασπίζω τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδικαίουν;
regarder comme juste, approuver.
Étymologie: διά, δίκαιος.

Spanish (DGE)

1 tr. propugnar, proponer abiertamente c. ac. de abstr. ἐκ τοῦ φανεροῦ διαδικαιούντων αὐτά Th.4.106, cf. D.C.40.62.2, 46.32.2, Hsch., διεδικαίου δὲ τὴν πράξιν οὐδείς Plb.38.2.14.
2 intr. salir en defensa de, defender ὑπὲρ αὐτοῦ D.C.39.60.1.

Greek Monotonic

διαδῐκαιόω: μέλ. -ώσω, θεωρώ και υπερασπίζομαι κάτι ως δίκαιο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαδῐκαιόω: считать справедливым, одобрять (τι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δικαιόω rechtvaardigen.

Middle Liddell

fut. ώσω
to hold a thing to be right, Thuc.