ες,
A difficult, opp. εὐήρης, Suid.
[Seite 680] ες, schwierig, VLL.
δυσήρης: -ες, (* ἄρω) δύσκολος, ἀντίθ, εὐήρης, Σουΐδ.
-ες difícil Phot.δ 822, Sud., v. δυσβήρης.