ου or α, ὁ,
A hunter, Hsch.
[Seite 1210] ὁ, Jäger, Hesych.
θηροθήρας: -ου ἢ α, ὁ, θηρευτής, Ἡσύχ.· ἴδε Λοβέκ. Φρυν. 627.
θηροθήρας, ὁ (Α)κυνηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι-θήρας, προικο-θήρας].