κάτογκος

Revision as of 15:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bulky, τῷ σώματι Sor.1.117.

Greek Monolingual

κάτογκος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο όγκο, ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ογκος (< ὄγκος), πρβλ. περί-ογκος, υπέρ-ογκος].