κατακαρφής
English (LSJ)
ές,
A dried, φλοιός (of a turnip) Nic.Fr.70.9.
Greek Monolingual
κατακαρφής, -ές (Α)
(για φλοιό) αποξηραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρφής (< κάρφος «άχυρο»), πρβλ. α-καρφής].
ές,
A dried, φλοιός (of a turnip) Nic.Fr.70.9.
κατακαρφής, -ές (Α)
(για φλοιό) αποξηραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρφής (< κάρφος «άχυρο»), πρβλ. α-καρφής].