κεμάδειον

Revision as of 16:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(sc. κρέας), τό,

   A venison, Edict.Diocl.4.45 (prob.).

Greek Monolingual

κεμάδειον, τὸ (Α)
το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, -άδος + επίθ. -ειον (πρβλ. σκιάδ-ειον, στιβάδ-ειον)].