(sc. κρέας), τό,
A venison, Edict.Diocl.4.45 (prob.).
κεμάδειον, τὸ (Α)το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, -άδος + επίθ. -ειον (πρβλ. σκιάδ-ειον, στιβάδ-ειον)].