κεφαλίτης

Revision as of 16:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ] λίθος

   A corner-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1428] λίθος, ὁ, der Eckstein, Hesych.; vgl. Lob. zu Phryn. 700.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίτης: λίθος, γωνιαῖος λίθος, Ἡσύχ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 700. ῑ.

Greek Monolingual

κεφαλίτης, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» — ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αυλ-ίτης, οδ-ίτης)].