κρύβηλος

Revision as of 16:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A hidden, Hsch.:—also κρυβ-ήτης, ου, ὁ, one hidden in the earth, and κρυβ-ήσια, τά, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρύβηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ηλος (πρβλ. κίβδ-ηλος, κορύμβ-ηλος)].