λάκτις

Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A pestle, Call.Fr.178, Nic.Th.109.

German (Pape)

[Seite 9] ιος, ἡ, Keule zum Stampfen, Zerstoßen; Nic. Ther. 108; Callim. fr. 178; Haken, p. 90.

Greek (Liddell-Scott)

λάκτις: -ιος, ἡ, ὕπερος, «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.

Greek Monolingual

λάκτις, -ιος, ἡ (Α)
κόπανος, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω.