λάκτις
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ιος, ἡ, pestle, Call.Fr.178, Nic.Th.109.
German (Pape)
[Seite 9] ιος, ἡ, Keule zum Stampfen, Zerstoßen; Nic. Ther. 108; Callim. fr. 178; Haken, p. 90.
Greek (Liddell-Scott)
λάκτις: -ιος, ἡ, ὕπερος, «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.
Greek Monolingual
λάκτις, -ιος, ἡ (Α)
κόπανος, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω.