κύρημα

Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A = κύρμα, windfall, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1536] τό, was Einem begegnet, zustößt, = κύρμα, von Suid. ἐπίτευγμα, ἕρμαιον erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κύρημα: τό, = κύρμα, «ἐπίτευγμα, συγκύρημα, ἕρμαιον» Σουΐδ., Φώτ.

Greek Monolingual

κύρημα, τὸ (Α) κύρω
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα.