κύρμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρμα Medium diacritics: κύρμα Low diacritics: κύρμα Capitals: ΚΥΡΜΑ
Transliteration A: kýrma Transliteration B: kyrma Transliteration C: kyrma Beta Code: ku/rma

English (LSJ)

-ατος, τό, (κύρω)
A that which one meets with or finds: hence, booty, prey, spoil, κ. γίγνομαι, c. dat., ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένησθε Il.5.488; κυσὶ κύρμα γενέσθαι 17.272; οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κ. γ. Od.3.271; θήρεσσιν 5.473; φώκῃσι καὶ ἰχθύσι 15.480.
II of a person, one who gets booty, swindler, Ar.Av.431.

German (Pape)

[Seite 1537] τό, das worauf man stößt, trifft, was man findet, erlangt, Fang, Raub, Beute; ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένησθε Il. 5. 488; so auch 17, 151; κυσί, οἰωνοῖς, θήρεσσι, ἰχθύσι, 17, 272 Od. 3, 271. 5, 473. 15, 480. Bei Ar. Av. 430 heißt ein betrügerischer u. gewandter Mensch σόφισμα, κύρμα, τρίμμα, worauf sich wohl Hesych. Erkl. ἐπίτευγμα, πολλοῖς ἐγκεκυρηκὼς πράγμασι bezieht, der sich viel umgesehen hat. – Über den Accent vgl. Lob. Paralip. 398. 414.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc.
trouvaille, proie, butin.
Étymologie: κύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρμα -ατος, τό [κύρω] prooi:. κυσὶ κύρμα γενέσθαι prooi voor de honden worden Il. 17.272. oplichter.

Russian (Dvoretsky)

κύρμα: τό (только nom. и acc.)
1 добыча (ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κ. γενέσθαι Hom.);
2 ловкач, плут Arph.

English (Autenrieth)

(κυρέω): what one chances upon, hence prey, booty; usually with ἕλωρ, Il. 5.488.

Greek Monolingual

κύρμα -ατος, τὸ (Α) κύρω
1. καθετί που συναντά ή βρίσκει κάποιος, εύρημα, λεία («οἰωνοῖσιν... κύρμα γενέσθαι», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) απατεώνας, πανούργος.

Greek Monotonic

κύρμα: -ατος, τό (κύρω),
I. αυτό που κάποιος συναντά ή βρίσκει, δηλ. θήραμα, λεία, λάφυρο, σε Όμηρ.
II. λέγεται για πρόσωπο, κάποιος που παίρνει λάφυρα, απατεώνας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κύρμα: τό, (κύρω) ὅ,τι τις συναντᾷ ἢ εὑρίσκει, δηλ. εὕρημα, λεία, λάφυρον, μετὰ δοτ., ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Ἰλ. Ε. 488· κυσὶ κύρμα γενέσθαι Ρ. 272· οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κ. γ. Ὀδ. Γ. 271· θήρεσσιν Ε. 473· φώκῃσι καὶ ἰχθύσι Ο. 480. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 430, ἐπὶ προσώπου, ὁ εὑρίσκων ἢ λαμβάνων λείαν, ἀπατεών.

Middle Liddell

κύρμα, ατος, τό, κύρω
I. that which one meets with or finds, i. e. booty, prey, spoil, Hom.
II. of a person, one who gets booty, a swindler, Ar.