κύβερνος

Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A gubernita, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, späte Form für κυβερνήτης.

Greek (Liddell-Scott)

κύβερνος: ὁ, = κυβερνήτης, κύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας Γρηγόρ. Ναζ. τ. 2, σ. 154Β.

Greek Monolingual

κύβερνος, ό (AM, Μ και κυβερνός)
κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιοςκύβερνος ἴδμων φεύξεται τρικυμίας», Γρηγ. Ναζ.)
μσν.
αυτός που κυβερνά πολιτεία, ο διοικητής.