καπετάνιος
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
και καπετάνος και καπεταναίος, ο (Μ καπετάνιος και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης)
1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός
2. οδηγός, ηγέτης
νεοελλ.
1. κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος
2. παροιμ. «ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνεται η ικανότητα του ατόμου
μσν.
1. αξιωματούχος, βαθμοφόρος
2. αρχηγός στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αντιδάνεια λ.: ο λόγιος μσν. τ. κατεπάνω (< κατ’ ἐπάνω), δημώδης τ. κατεπάνος, «τίτλος αξιωματούχου εξουσιοδοτημένου για τη διοίκηση τών ιταλικών επαρχιών» > λατ. catepanus και με αφομοίωση catapanus > λατ. capitan(e)us, με παρετυμολογική συσχέτιση με τη λεξιλογική ομάδα της λ. caput, -itis «κεφαλή» (πρβλ. capit-alis, capit-olium) > βεν. capetanio > καπετάνιος].