λοιπάς

Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A remainder, PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), PAmh.2.152.3 (v/vi A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λοιπάς: -άδος, ἡ, τὸ ὑπόλοιπον, καθυστέρημα, ἔλλειμμα ὀφειλῆς, Λατ. reliqua, Ἐκκλ. Βυζ.

Greek Monolingual

λοιπάς, -άδος, ἡ (ΑM)
έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή του μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός.
ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος
αρχ.-μσν.
λοιπαδάριον, λοιπάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β' συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς].