λοιπογραφώ

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

λοιπογραφῶ, -έω (Α)
παρέχω αναβολή πληρωμής χρέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπάς + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].