μεγάλωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.
Greek Monolingual
το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφή («μετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμη («ῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).