ισχύς

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source

Greek Monolingual

-ύος, η (ΑΜ ἰσχύς)·1. η ιδιότητα του ισχυρού, σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία, ακμή σωματικών δυνάμεων, σφρίγος
2. υλική δύναμη
3. ηθική δύναμη, ηθική επιβολή, κοινωνική ή πολιτική επιρροή
(«έχει μεγάλη ισχύ στην πολιτική ζωή»)
4. η εξουσία, το κράτος, η δύναμη επιβολής
5. νομικό ή πρακτικό κύρος, εγκυρότητα («η διάταξη που επικαλείσθε δεν έχει ισχύ σήμερα»)
νεοελλ.
1. (φυσ.-μηχανολ.) α) το μηχανικό έργο που πραγματοποιεί ένα φυσικό ή τεχνικό σύστημα στη μονάδα του χρόνου ή η ενέργεια που δέχεται είτε αποδίδει ένα φυσικό ή τεχνικὸ σύστημα στη μονάδα του χρόνου
β) η σχέση μεταξύ της τιμής που έχει ένα φυσικο-χημικό μέγεθος και της μέγιστης τιμής που μπορεί να προσλάβει το μέγεθος
2. τεχνολ. η ικανότητα παραγωγής ενός ορισμένου αποτελέσματος
μσν.
1. ανδρεία, γενναιότητα, γενναιοψυχία, ευψυχία
2. υπεροχή
3. αντίσταση
4. στερεότητα
5. θάρρος («ἰσχὺν ἀναλαβόμενος», Διγ. Ακρ.)
μσν.-αρχ.
το σύνολο του στρατεύματος, η στρατιωτική δύναμη
αρχ.
1. πνευματική δύναμη, το σύνολο τών πνευματικών δυνάμεων («έξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου», (ΚΔ)
2. η κινούσα, η κινητήρια δύναμη («ὁμοίως ἔχουσι ἡ ἰσχὺς πρὸς τὸ βάρος», Αριστοτ.)
3. (για ομιλία ή φιλολογική κριτική) έντονο ύφος, ισχυρή έκφραση
4. (για τη γη) ακμή, γομιμότητα, αποδοτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία άποψη, η λ. εμφανίζει - προθεματικό, θ. -σχ- που συνδέεται με το σχ-εῖν του ἔχω και κατάλ. -υς (πρβλ. πληθύς). Στον Ησύχιο μαρτυρείται γλώσσα «βίσχυν
ἰσχύν, σφόδρα», που προϋποθέτει ένα αρχικό F- (Fισχύς), το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από άλλες μαρτυρίες. Αν το F- γίνει δεκτό, πρέπει να οφείλεται σε αναλογία προς το (F)ίς «δύναμη» και να είναι υστερογενές. Η λ. ἰσχύς ήδη από την Αρχαία Ελληνική δήλωνε, εκτός από τη σωματική δύναμη, και την ηθική και την υλική, από όπου έλαβε την ειδικότερη σημ. «δύναμη ασκήσεως επιρροής, επιβολής» και, κατ' επέκτ., «εγκυρότητα». Η λ. αυτή διαφοροποιείται σημασιολογικά από τη λ. δύναμη ως προς το ότι η έννοια της τελευταίας είναι πιο γενική και από τις λ. ἀλκή, ῥώμη ως προς το ότι αυτές δηλώνουν τη σωματική κυρίως δύναμη. Στη Νέα Ελληνική η λ. ισχύς χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως την πολιτική και κοινωνική δύναμη (π.χ. θα εκλεγεί σίγουρα βουλευτής γιατί έχει μεγάλη ισχύ στον τόπο του), την εγκυρότητα ενός νόμου, μέτρου κ.λπ. (π.χ. το μέτρο αυτό δεν θα έχει ισχύ τους θερινούς μήνες), καθώς και ως επιστημονικός όρος στην τεχνολογία.
ΠΑΡ. ισχυρός, ισχύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. άνισχυς].