μηδαμεῖ

Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. Adv.

   A nowhere, Schwyzer 323 C 34 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

μηδαμεῑ (Α)
(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτ-εί, τουτ-εί)].