μωρολόγημα

Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sillytale, Epicur.Fr.228 (pl.).

German (Pape)

[Seite 226] τό, einfältige Rede, Erzählung, Plut. non posse 2.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολόγημα: τό, μωρός, ἀνόητος λόγος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1087Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
langage insensé.
Étymologie: μωρολογέω.

Greek Monolingual

το (Α μωρολόγημα) μωρολογώ
μωρός, ανόητος λόγος, φλυαρία.

Russian (Dvoretsky)

μωρολόγημα: ατος τό глупые речи, глупости, вздор Epicur. ap. Plut.