A look lead-coloured or pale, ὑπὸ νόσου Com.Adesp.1082.
[Seite 200] bleifarbig, bleich aussehen, B. A. 52.
μολυβδιάω: ἔχω χρῶμα μολύβδου, «μολυβδιᾷς, ὑπὸ νόσου οἷον μολύβδου χρῶμα ἔχεις» Α. Β. 52.